- φορτωτήρα
- η1. συσκευή (συγκρότημα οργάνων) σε πλοίο, με την οποία φορτώνονται και ξεφορτώνονται εμπορεύματα, γερανός, βαρούλκο, μπίγα, βίντσι.2. διχαλωτό ξύλο στερεό και μακρουλό, που υποβοηθεί τη φόρτωση των ζώων, στήριγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.